τορνευτήριον
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
τό, turner's chisel, Thphr. HP 5.6.4.
German (Pape)
[Seite 1130] τό, das Eisen der Drechsler, mit dem sie das Holz drehen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτήριον: τό, τὸ τοῦ τορνευτοῦ ἐργαλεῖον, τὸ εἰς τὸν τόρνον ἐφηρμοσμένον σιδήριον, τόρνος, τορεύς, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 6, 4.