γέννα
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
Emp.17.27, 22.9, A.Pr.853 (but γέννᾱ in lyr. passages of E., as Hec.159), ης, ἡ:—poet. for γένος,
A descent, birth, origin, γέννᾳ μεγαλυνομένων A.Pr.892, cf. Ag.760 (lyr.). 2 origin, [τοῦ ὄντος] Parm. 8.6; διέχειν γέννῃ τε κρήσει τε Emp.22.7; γῆ γ. πάντων Secund. Sent.15; production, πύου Aret.SD1.14; ὑγρῶν ib.15. II offspring, son, Pi.O.7.23; θνᾴσκοντα γέννας ἄτερ A. Th.748; λαγίνα γ. Id.Ag.119; generation, πέμπτη δ' ἀπ' αὐτοῦ γέννα Id.Pr.853, cf. 774. 2 race, family, οὐρανία γ. ib. 165; ἀρσένων γ. E.Med.428 (lyr.): rare in Prose, ἡ τοῦ πέρατος γ. Pl.Phlb.25d, cf. Is.Fr. 136. 3 creation, creature, PMag.Leid.V.7.14. 4 personified, Creative Force, ib. W.5.3. III of the Moon, coming forth, Ach.Tat.Intr.Arat.21, Sch.Arat.735, Paul.Al.G.4.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, poet. = γένος, Geschlecht, Stamm, Geburt, Sproß, Pind. Ol. 7, 23 P. 4, 100; Tragg. öfter; nach Poll. 3, 6 auch Isaeus.
Greek (Liddell-Scott)
γέννᾰ: Αἰσχύλ. Ἀγ. 1477, ἀλλὰ γέννᾱ ἐν χορικοῖς τοῦ Εὐρ., Δινδ. Ἑκ. 159, ας, ἡ·- ποιητ. ἀντὶ τοῦ γένος, καταγωγή, γέννησις, γέννᾳ μεγαλυνομένων Αἰσχύλ. Πρ. 892, πρβλ. Ἀγ. 760. 2) καθόλου, ἀρχή. παραγωγή, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1.