ἐψιμυθισμένως
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ψιμυθίζω)
A with paint or cosmetics, Sch.Ar.Pl.1064.
Greek (Liddell-Scott)
ἐψιμῠθισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψιμυθίζω, μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει.