ἐψιμυθισμένως

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐψιμῡθισμένως Medium diacritics: ἐψιμυθισμένως Low diacritics: εψιμυθισμένως Capitals: ΕΨΙΜΥΘΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: epsimythisménōs Transliteration B: epsimythismenōs Transliteration C: epsimythismenos Beta Code: e)yimuqisme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ψιμυθίζω) with paint, with makeup or with cosmetics, Sch.Ar.Pl.1064.

Greek (Liddell-Scott)

ἐψιμῠθισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψιμυθίζω, μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει.

Greek Monolingual

ἐψιμυθισμένως (Α)
επίρρ. με ψιμύθιο, φκιασιδωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εψιμυθισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ψιμυθίζομαι].