εἰσποιέω
English (LSJ)
A give in adoption, ὑόν τινι Pl.Lg.878a ; τὸν παῖδα εἰς τὸν οῖκόν τινος D.43.15; τοὺς σφετέρους παῖδας εἰς ἑτέρους οἴκους εἰσποιοῦσιν Is.10.17 (but the same phrase is used of a father who begets, Id.6.22); εἰ. τινὰ εἰς τὰ χρήματά τινος make him heir to the property, Id.10.12, cf. 16,17, etc.; εἰ. σαυτὸν Ἄμμωνι, of Alexander, Plu. Alex. 50 : metaph.,[ἡπαντάρβη] πᾶν τὸ ἐγγὺς ἐσποιεῖ αὑτῇ attracts, Philostr. VA3.46:—Med., adopt as one's son, D.44.34, Ph.2.86, D.C.44.5 :— Pass., εἰσποιηθῆναι πρός τινα to be adopted into his family, D.44.27; ἐπὶ τὸ ὄνομά τινος ib.36. 2 generally, εἰ. τινὰς εἰς λῃτουργίαν bring new persons into the public service, Id.20.19,20 ; τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὑτόν forced himself in as partaker, Din.1.32; εἰ. ἐγκώμιον εἰς τὴν ἱστορίαν introduce panegyric into history, Luc. Hist.Conscr. 9; εἰ. ἑαυτὸν εἰς δύναμίν τινος thrust himself into another's authority, Plu.Pomp.16; εἰ. Ἡσιόδῳ Θεογονίαν father it on him, Paus.9.27.2. 3 τὸ τάχος [τὴν τίγριν] ἐς. τοῖς ἀνέμοις adopts into the family of winds, i.e. makes it as swift as the winds, Philostr. VA 3.48. II Med., interuene, meddle in an affair, CPHerm.6.10 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 745] hineinthun, einführen; χορηγοὺς εἰς τὰς λειτουργίας Dem. 20, 19; ἑαυτόν, sich ein-, aufdrängen, κοινωνόν, zum Theilnehmer, Din. 1, 32; εἰς τὴν δύναμιν Plut. Pomp. 16; vgl. Luc. Abdic. 16. An Kindes Statt annehmen u. in die Familie einführen, υἱόν Plat. Legg. IX, 878 a; Dem. 44, 24; εἰς τὸν οἶκον 43, 15; πρὸς ὃν εἰσεποιήθης 44, 27; ἐπὶ τὸ ὄνομα εἰσποιηθῆναι 36; Ἄμμωνι ἑαυτόν, sich für einen Sohn des Ammon erklären, Plut. Alex. 50. Auch med., Is. 2, 10 u. öfter, auch Sp.; D. Cass. 44, 5, der auch ἐχθροὺς ἑαυτῷ εἰσπ. sagt, 38, 12. – Εἰσποιητός, an Kindes Statt angenommen, adoptirt, Is. 3, 46 Dem. 44, 24 u. öfter; B. A. 247 erkl. θετός.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσποιέω: μέλλ. -ήσω, δίδω εἰς υἱοθεσίαν, Λατ. dare adoptivum alicui, εἰσποιεῖν, υἱόν τινι Πλάτ. Νόμ. 878Α˙ εἰσπ. τὸν παῖδα εἰς τὸν οἶκόν τινος Δημ. 1054. 20· τοὺς σφετέρους παῖδας εἰς ἑτέρους οἴκους εἰσποιοῦσιν Ἰσαῖος 81. 25· (ἀλλὰ ἡ αὐτὴ φράσις κεῖται καὶ ἐπὶ πατρὸς κτωμένου τέκνον, ὁ αὐτ. 58. 53)· προσέτι, εἰσπ. τινα εἰς τὰ χρήματά τινος, καθιστᾶν αὐτὸν κληρονόμον, ὁ αὐτ. 81. 2· εἰς τοῦτον τὸν κλῆρον αὐτόθι 24· εἰς οὐσίαν αὐτόθι 27, κτλ.· εἰσπ. ἑαυτὸν Ἄμμωνι, διακηρύσσειν ἑαυτὸν υἱὸν τοῦ Ἄμμωνος, Πλουτ. Ἀλέξ. 50: - Μέσ. υἱοθετῶ, Λατ. adoptivum facere, Δημ. 1091. 3, κτλ.: - Παθ., εἰσποιηθῆναι πρός τινα, υἱοθετηθῆναι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. 1088. 28· ἐπὶ τὸ ὄνομά τινος ὁ αὐτ. 1091. 14. - Πρβλ. ἐκποιέω. 2) καθόλου, εἰσπ. τινας εἰς λειτουργίαν, εἰσάγω νέους χορηγοὺς εἰς δημοσίαν λειτουργίαν, ὁ αὐτ. 462. 20, 28· τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνόν αὑτόν, εἰσεβιάζετο ἑαυτὸν ὡς συμμέτοχον, Δείναρχ. 94. 23· - ὡσαύτως, εἰσπ. ἐγκώμιον εἰς τὴν ἱστορίαν, εἰσάγειν ἐγκώμιον εἰς τὴν ἱστορίαν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9· εἰσποιῶν ἑαυτὸν εἰς τὴν ἐκείνου (τοῦ Σύλλα) δύναμιν, εἰσορμήσας, εἰσπηδήσας εἰς τὴν ἐκείνου δύναμιν, ὡς τελευτήσαντος, Πλούτ. Πομπ. 16· ἢ τὸν Ἡσιόδῳ Θεογονίαν ἐσποιήσαντα, ἢ τὸν ἀποδόντα τὴν Θεογονίαν εἰς τὸν Ἡσίοδον, Παυσ. 9. 27, 2.