ἐκποιέω
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
A put out:
1 put out a child, i.e. give him to be adopted by another, opp. εἰσποιέω, D.C.60.33:—Pass., to be adopted, ἂν ἐκποιηθῇ Is.7.25, cf. D.C.38.12.
2 alienate, Pherecr.65, Cod.Just.1.5.17.1, al.
3 withdraw, ἐμαυτὸν τοῦ δικαστηρίου Philostr. VA8.7.
II in Med., produce, bring forth, γαλᾶς, βότρυς, Ar.Ach. 255, Pax708, Epicur.Nat.2.5.
III make complete, finish off, Sophr.76, Hdt.2.125 (Pass.); οἰκίας IG12(5).252 (Paros, vi/v B.C.); τὰς ὁδοὺς γεφύραις ἐ. furnish them with.., D.C.68.15; πρὸς τὰ μεγέθη τὰ γεγραμμένα IG7.3073.101 (Lebad.): c. gen. materiae, Παρίου λίθου τὰ ἔμπροσθε ἐξεποίησαν they made all the front of Parian marble, Hdt. 5.62; ἱερὰ βασιλείοις -πεποιημένα τέλεσι Philostr.VA8.31.
2 procure, ὅπλα τινί Id.Her.19.4.
IV cause, βλαστάνειν οὐκ ἐ. τὸ τῆς ὥρας Thphr. CP 1.14.2.
2 permit, τινί, c.inf., LXX Si.18.4: impers., ἐκποιεῖ it is allowable, Hp.Prorrh.2.3; of the weather, it is favourable, Telesp.53H.: intr., to be sufficient, LXX 2 Ch.7.7; ἐφ' ὅσους ἂν ἐκποιῇ μῆνας SIG976.57 (Samos, ii B.C.): impers., ἐκποιεῖ it suffices, Lys.Fr.57S., cf. Chrysipp.Stoic.3.21: fut., περὶ τούτων ἐν τοῖς ἑξῆς σαφέστερον ἐκποιήσει κατανοεῖν Plb.2.24.17, cf. Ceb.8.
Spanish (DGE)
• Morfología: [jón. impf. 3a plu. ἐξεποίευν Hdt.2.125]
A Iἐκ sent. separat.
1 dar, ceder en adopción ἐξεποίησεν αὐτὸν ἐς τὸ Μαλλίου ... γένος D.C.39.17.2, op. ἐσποιέομαι ‘adoptar’ ὁ Κλαύδιος τὸν Νέρωνα ... ἐσεποιήσατο, ... τὴν θυγατέρα ἐς ἕτερόν τι γένος ἐκποιήσας D.C.60.33.2
•en v. pas. ser adoptado ὅπως νομίμως ἐκποιηθῇ D.C.38.12.2, cf. Is.7.25, 9.33, 11.45.
2 traspasar bienes οὐ δύνανται δὲ διαδόχους ἔχειν ... οὐδὲ δωροῦνται ἢ ... ἐκποιοῦσι τοῖς μὴ οὖσιν ὀρθοδόξοις y no pueden tener herederos ... ni hacen donaciones ni ... traspasan dominios a quienes no sean ortodoxos, Cod.Iust.1.5.17.1
•enajenar πάντα πρᾶ[ξαι ὅ] σα ... ἔξεστιν εἰς τὸ μήτε ἐκποιηθῆναι αὐτοῦ τὴν εὐπορίαν realizar cuantas acciones legales sean posibles para que su riqueza no pueda ser enajenada, POxy.1642.6 (III d.C.)
•poner lejos c. gen. separat. ἐμὲ δ' (ᾤοντο) ἐκποιήσειν ἐμαυτὸν τοῦ δικαστηρίου y de mí creían que me pondrían fuera del alcance del tribunal Philostr.VA 8.7
•en v. med.-pas. desechar, excluir μηδὲν ἐκποιουμένους μήδ' ἀποδοκιμάζοντας sin excluir ni rechazar nada Gr.Thaum.Pan.Or.13.10, en v. pas., Gr.Nyss.Or.Dom.51.7.
3 hacer salir del interior, producir μακάριος ὅστις σ' ὀπύσει κἀκποήσεται γαλᾶς σου feliz quien te despose y haga salir de ti pequeñas comadrejas Ar.Ach.255, ταύτῃ ξυνοικῶν ἐκποιοῦ σαυτῷ βότρυς viviendo con ella ten racimos juego de palabras, porque ella es Ὀπώρα ‘Cosecha’ Ar.Pax 708, ἐὰν ... ὁ μὲν ταχὺ ἐκποιήσῃ (σπέρμα) Arist.HA 636b17
•abs., del sol irradiar, emanar Phld.Sign.10.32.
II ἐκ sent. perfectivo
1 llevar a término, terminar de construir, completar, rematar τὰς οἰκίας IG 12(5).252 (Paros VI/V a.C.), Παρίου (λίθου) τὰ ἔμπροσθε αὐτοῦ ἐξεποίησαν remataron su fachada con mármol pario Hdt.5.62, ἐκποιοῦντας πρὸς τὰ μεγέθη τὰ γεγραμμένα IG 7.3073.101 (Lebadea II a.C.), δίφρον ἁρμάτειον Ant.Lib.11.3, s. cont. Sophr.84, en v. pas. ἐξεποιήθη ... τὰ ἀνώτατα αὐτῆς πρῶτα, μετὰ δὲ τὰ ἐχόμενα τούτων ἐξεποίευν en una pirámide, Hdt.2.125, τεῖχος οὐδὲν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐξεποιήθη ἐν Τροίᾳ Philostr.Her.35.7, ἱερὰ Τυανάδε ... ἐκπεποιημένα Philostr.VA 8.31
•realizar, cumplir, resultar οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο ἐκποιεῖ ni eso resulta siempre del mismo modo ref. a las estaciones del año, Hp.Morb.1.16.
2 fact. hacer fabricar, mandar hacer ὅπλα Tetis para Aquiles, Philostr.Her.60.9.
B fig., frec. c. inf.
I 1permitir βλαστάνειν ... οὐκ ἐκποιεῖ τὸ τῆς ὥρας Thphr.CP 1.14.2
•dar poder, capacitar οὐθενὶ ἐξεποίησεν ἐξαγγεῖλαι τὰ ἔργα αὐτοῦ a nadie capacitó para anunciar sus obras LXX Si.18.4, καθὼς ἂν ἐκποιῇ ἡ χεὶρ αὐτοῦ según lo que esté en su mano e.e. lo que pueda LXX Ez.46.11.
2 bastar, ser suficiente τὸ θυσιαστήριον ... οὐκ ἐξεποίει δέξασθαι τὰ ὁλοκαυτώματα LXX 2Pa.7.7, ἐὰν δὲ μὴ ἐκποιῇ τὸ πλῆθος τοῦτο Kretika Chronika 21.1969.281 (Creta III/II a.C.).
II en uso impers.
1 ser permisible c. inf. ἐκποιέει τῷ βουλομένῳ πιστεύειν es permisible creer para quien lo desee Hp.Prorrh.2.3.
2 ser posible ὥσπερ οἱ ναυτικοὶ πρὸς τοὺς ἀνέμους καὶ πρὸς την περίστασιν ὁρῶντες· ἐκποιεῖ, χρῆσαι como los navegantes cuando observan los vientos y la situación: que se puede, aprovecharlos Teles 6.53, μετρείτωσαν ἑξῆς ἐφ' ὅσους ἂν ἐκποιῇ μῆνας que sigan distribuyendo (trigo) durante tantos meses como sea posible, IG 12(6).172A.57 (Samos III a.C.), οὐκ ἐκπε[πό] ηκεν πρός σ[ε] προσελθεῖν no ha sido posible presentarme ante ti, PSI 623.1 (III a.C.), περὶ ... τούτων ἐν τοῖς ἑξῆς σαφέστερον ἐκποιήσει κατανοεῖν será posible hacerse una idea más clara sobre eso en los siguientes párrafos Plb.2.24.17, cf. 18.9.8, Ceb.8.4
•c. dat. de pers. ἡμῖν ἐξεποίησε πυθέσθαι nos fue posible darnos cuenta Plb.29.8.10, ἐὰν ἐκποιῇ σοι PSI 533.2 (III a.C.).
3 ser suficiente, bastar τούτοις ἐκποιεῖ λέγειν basta con estos argumentos para afirmarlo Chrysipp.Stoic.3.21, cf. Lys.Fr.26.3S.
German (Pape)
[Seite 775] 1) heraus-, losmachen, ἑαυτὸν τοῦ δικαστηρίου Philostr.; absolut, den Samen lassen, Arist. H. A. 10, 4. Bes. – a) ein Kind zur Adoption weggeben, θυγατέρα εἰς ἕτερόν τι γένος ἐκποιήσας, zur Adoption in ein anderes Geschlecht, D. Cass. 60, 33, wie αὑτὸν εἰς τὸ Μαλλίου γένος 39, 17; im pass., κἂν ἐκποιηθῇ Is. 7, 25, vgl. ἐκποίητος. – b) veräußern, verkaufen, Phereer. in B. A. 379, 28. – 2) fertig machen, zu Stande bringen, ἐκτελέσαι B. A. 93, aus Sophron; bes. von Gebäuden u. Schiffen, προπύλαια, Πυραμίδα, Her. 2, 175. 136; ἐξεποιήθη τὰ ἀνώτατα πρῶτα 2, 125; τὰς ὁδοὺς γεφύραις, durch Brücken in Stand setzen, D. L. 68, 15. – 3) ausreichen, auslangen, προσόδων εἰς τοῦτο ἐκποιουσῶν Ath.; bes. imperson., ἐκποιεῖ, es reicht hin, auch = es ist möglich, Poll. 9, 154 aus Lys.; περὶ τούτων ἐν τοῖς ἑξῆς σαφέστερον ἐκποιήσει κατανοεῖν Pol. 2, 24, 17. – 4) Med., aus sich hervorbringen, erzeugen, Ar. Par 708 Ach. 255.
French (Bailly abrégé)
ἐκποιῶ :
1 tr. achever, accomplir, exécuter : Παρίου λίθου τὰ ἔμπροσθε ἐξεποίησαν HDT ils construisirent le devant en marbre de Paros;
2 intr. être possible, suffire.
Étymologie: ἐκ, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκποιέω:
1 делать, изготовлять, строить (τὰ ἔμπροσθεν τοῦ νηοῦ Παρίου λίθου Her.);
2 производить, выделять (σπέρμα Arst.);
3 med. рождать (βότρυς Arph.);
4 impers. (воз)можно: περὶ τούτων ἐν τοῖς ἑξῆς σαφέστερον ἐκποιήσει κατανοεῖν Polyb. в этом яснее можно будет разобраться из последующего;
5 передавать для усыновления, pass. быть усыновляемым Isae.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκποιέω: ποιῶ τι ν’ ἀπομακρυθῇ ἀπ’ ἐμοῦ: 1) δίδω ἔξω τέκνον, δίδω αὐτὸ ὅπως υἱοθετηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, Λατ. dare adoptivum, ἀντίθετον τῷ εἰσποιέω, Δίων Κ. 60. 33. - Παθ., ἂν ἐκποιηθῇ Ἰσαῖ. 66.4. πρβλ. Δίωνα Κ. 38. 12· ἴδε ἐκποίητος. 2) ἀπαλλοτριῶ, πωλῶ, Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 3. 3) ἀποσπερμαίνω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 5, 2. 4) ἐν τῷ μέσῳ, παράγω, γεννῶ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 255, πρβλ. Εἰρ. 708. ΙΙ. συμπληρῶ, τελειώνω, ἐντελῶς, ὡς τὸ ἀπεργάζομαι, Ἡρόδ. 2. 125, 175· τὰς ὁδοὺς παροικοδομήμασι καὶ γεφύραις... ἐξεποίησε, ἐτελειοποίησε διά.., κτλ., Δίων Κ. 68. 15· μετὰ γεν. τῆς ὕλης, Παρίου λίθου τὰ ἔμπροσθε ἐξεποίησαν, ἐποίησαν ὅλον τὸ πρόσωπον ἐκ λίθου Παρίου, Ἡρόδ. 5. 62· πρβλ. ἐκπονέω Ι. ΙΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἀρκετός, ἁρμόζω, Θεόφρ. π. τὰ Φ. Ἱστ. 1. 14, 2· - ἀπροσ., ἐκποιεῖ, ἐπαρκεῖ, ἁρμόζει, Ἱππ. Προρρ. 84, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 154.
Greek Monotonic
ἐκποιέω: μέλ. -ήσω, βγάζω, παράγω,
I. δίνω παιδί, δηλ. το δίνω προς υιοθεσία, σε Ισαίο.
II. Μέσ., παράγω, γεννώ, σε Αριστοφ.
III. συμπληρώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω, σε Ηρόδ.· με γεν. της ύλης, Παρίου λίθου τὰ ἔμπροσθε ἐξεποίησαν, έφτιαξαν όλο το πρόσθιο μέρος με μάρμαρο Πάρου, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to put out:
I. to put out a child, i. e. give him in adoption, Isae.
II. Mid. to produce, bring forth, Ar.
III. to make complete, finish, finish off, Hdt.:—c. gen. materiae, Παρίου λίθου τὰ ἔμπροσθε ἐξεποίησαν they made all the front of Parian marble, Hdt.