ἰταμότης

From LSJ
Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτᾰμότης Medium diacritics: ἰταμότης Low diacritics: ιταμότης Capitals: ΙΤΑΜΟΤΗΣ
Transliteration A: itamótēs Transliteration B: itamotēs Transliteration C: itamotis Beta Code: i)tamo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A initiative, vigour, Pl.Plt.311a; effrontery, Plu.2.715e, Jul.Or.7.225c; συγγραφέως Plb.12.9.4.

German (Pape)

[Seite 1274] ητος, ἡ, die Dreistigkeit, Keckheit; καὶ δριμύτης Plat. Polit. 311 a; Sp., wie Polem. 2, 8; Unverschämtheit, Pol. 12, 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰταμότης: -ητος, ἡ, ἀπερίσκεπτος τόλμη, ἀπερισκεψία, θρασύτης, ἀναισχυντία, Λατ. audacia, Πλάτ. Πολιτκ. 311 Α, Πλούτ. 2. 715D· συγγραφέως Πολύβ. 12. 10, 4.