ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
ὀλώιος: σπάν. ποιητ. τύπος τοῦ ὀλοός, ὀλοιός, Ἡσ. Θ. 591.