ἀπολύσιμος
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ον, (ἀπολύω)
A deserving acquittal, Antipho 4.4.9. II released from public service, PLond.2.445.7(i A. D.); ἀπὸ στρατείας CPR1.3 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 313] frei zu sprechen, Antiph. IV δ 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολύσιμος: [ῠ], -ον, (ἀπολύω) ὁ ἄξιος ἀπολύσεως, ὁ συντελῶν πρὸς ἀπόλυσιν, Ἀντιφῶν 129. 4.