ἐνούσιος
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
ον,
A = συμφυής, Hsch. 2 = πολυκτήμων, Id. 3 Adv. -ίως on the security of one's property, CPR40.15 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 851] 1) vermögend, reich, πολυκτήμων, Hesych. – 2) wesentlich, substantiell, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνούσιος: -ον, ἐνυπόστατος, ὑπάρχων, πραγματικός, Συνεσ. Ὕμν. 2. 37. 2) «πολυκτήμων» Ἡσύχ.