ἐνούσιος
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ἐνούσιον,
A = συμφυής, Hsch.
2 = πολυκτήμων, Id.
3 Adv. ἐνουσίως = on the security of one's property, CPR40.15 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1esencial, substantivo, que existe como esencia τὸ δ' ἐ. εἶναι καὶ οὐσιῶσθαι μετέχειν οὐσίας εἴρηκε Πλάτων es el hecho de ser esencial y de esencializarse lo que Platón llama participar de la esencia Porph.in Prm.12.6, crist., frec. en teol. trinitaria τοῦτον (τὸν Υἱὸν) εἶναι ζῶντα Λόγον καὶ ἐνούσιον Σοφίαν Ath.Al.Syn.42.1, cf. M.26.152A, Gr.Nyss.Eun.1.183, Basil.M.29.713B, ἐ. Λόγος καὶ ἐνυπόστατον Πνεῦμα Thdt.Affect.2.110
•subst. τὸ ἐ. lo esencial o sustancial φύσις ἐστὶν ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια ἢ τούτων τὸ ἐ. Clem.Al.Fr.37, τὰ τ' ἐνουσίων ... μακάρων ἀγητὰ φέγγη resplandores admirables de esencias bienaventuradas Synes.Hymn.5.37.
2 rico, que tiene bienes, hacendado Hsch., γυνή Hsch.s.u. ἐπίκληρος.
II adv. -ως crist., en teol. trinitaria esencialmente, como esencia unido a ἐνυποστάτως ‘como persona’, Leont.H.Nest.M.86.1760B.
German (Pape)
[Seite 851] 1) vermögend, reich, πολυκτήμων, Hesych. – 2) wesentlich, substantiell, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνούσιος: -ον, ἐνυπόστατος, ὑπάρχων, πραγματικός, Συνεσ. Ὕμν. 2. 37. 2) «πολυκτήμων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐνούσιος, -ον (Α) ουσία
1. ενυπόστατος, πραγματικός
2. πολυκτήμων, πλούσιος.