κατάλαλος
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ὁ,
A slanderer, Ep. Rom.1.30, POxy.1828r.3.
German (Pape)
[Seite 1358] der Einem Böses nachredet, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλᾰλος: ὁ, ὁ συκοφάντης, ὁ ἐναντίον τινὸς ὁμιλῶν, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 30.