ἐθνάρχης
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
ου, ὁ,
A ruler of a tribe or nation, Ἄσανδρος ἀντὶ ἐθνάρχου βασιλεὺς ἀναγορευθεὶς βοσπόρου Luc.Macr.17; sheikh, OGI616.2 (Arabia); of Abraham, Ph.1.513. 2 title of Jewish official, LXX 1 Ma.14.47, Str.17.1.13, Nic.Dam.p.143 D., 2 Ep.Cor.11.32, J.AJ 13.6.7. II Adj., ruling over nations, ἐ. θεοί Jul.Gal.115d, cf. 143a.
German (Pape)
[Seite 720] ὁ, Volksbeherrscher, Luc. Macrob. 17; Statthalter, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθνάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἄρχων ἔθνους ἢ λαοῦ, Λουκ. Μακρόβ. 17. 2· νομάρχης. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 32. ΙΙ. ἄρχων Ῥωμαίων μισθοφόρων. Σκυλίτζ. σ. 787.