πλημνόδετον
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
τό,
A hoop to secure the spokes in the nave, Poll.1.145.
German (Pape)
[Seite 634] τό, das Band, mit dem die Speichen auf der Nabe, πλήμνη, befestigt sind, Poll. 1, 145.
Greek (Liddell-Scott)
πλημνόδετον: τό, δεσμὸς δι’ οὗ αἱ ἀκτῖνες τοῦ τροχοῦ συνεκρατοῦντο ἐν τῇ πλήμνῃ, Πολυδ. Α΄, 145.