κολχικόν
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A meadow saffron, Colchicum speciosum, Dsc.4.83.
German (Pape)
[Seite 1476] τό, die Zeitlose, eine Pflanze mit giftiger, bollenartiger Wurzel, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κολχικόν: τό, φυτόν τι μὲ βολβώδεις ῥίζας δηλητηριώδεις, colchicum autumnale, Διοσκ. 4. 84˙ πρβλ. ἐφήμερον ΙΙ.