κορδίνημα
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
A v.l. for σκορδίνημα (q.v.), Erot.
Greek (Liddell-Scott)
κορδίνημα: διάφ. γραφ. ἀντὶ σκορδίνημα, ὃ ἴδε.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Full diacritics: κορδίνημα | Medium diacritics: κορδίνημα | Low diacritics: κορδίνημα | Capitals: ΚΟΡΔΙΝΗΜΑ |
Transliteration A: kordínēma | Transliteration B: kordinēma | Transliteration C: kordinima | Beta Code: kordi/nhma |
A v.l. for σκορδίνημα (q.v.), Erot.
κορδίνημα: διάφ. γραφ. ἀντὶ σκορδίνημα, ὃ ἴδε.