σφενδονητικός

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφενδονητικός Medium diacritics: σφενδονητικός Low diacritics: σφενδονητικός Capitals: ΣΦΕΝΔΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sphendonētikós Transliteration B: sphendonētikos Transliteration C: sfendonitikos Beta Code: sfendonhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for slinging, εὐστοχία Sch.Lyc.633: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of slinging, Pl.La.193b.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σφενδονᾶν, εὐστοχία Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 633 - ἡ σφενδονητικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ σφενδονᾶν, τοῦ χειρίζεσθαι τὴν σφενδόνην, Πλάτ. Λάχ. 193Β.