ἐγχάραγμα

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

German (Pape)

[Seite 712] τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, χείμαῤῥοι ποιοῦσιν ἐγχαράγματα κατὰ τὸ πεδίον Pol. 12, 20; Gepräge, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχάραγμα: τό, πᾶν ἐγχαραττόμενον ἐπὶ ἐδάφους, κοίλωμα, χαράδρα, Πολύβ. 12. 20, 4. διάφ. γρ. ἔκρηγμα.