Φοινικίζω
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
Φοινῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μιμοῦμαι τοὺς Φοίνικας, ἐπὶ κτηνώδους σαρκικῆς ἀπολαύσεως ἢ τῆς παρὰ φύσιν ἀσελγείας, παραπλήσιον τῷ λεσβιάζω, Λουκ. Ψευδολ. 28, Γαλην. 12. 249. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκύλαξ· σχῆμα ἀφροδισιακόν, ὡς καὶ τὸ τῶν φοινικιζόντων» ΙΙ. (φοῖνιξ) ἔχω χρῶμα φοινικοῦν, βαθὺ κόκκινον, Γεωπ. 16. 2, 3· πρβλ. πορφυρίζω καὶ τὸ Λατ. spadix.