πορφυρίζω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
to be purplish, Dsc.3.36, Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f; of the sea, Arist. Mir.843a26:—Med., Apollon.Lex.s.v. πορφύρῃ.
German (Pape)
[Seite 686] ein wenig purpurfarbig sein; Ath. VII, 281 e; D. Sic. 2, 53.
Russian (Dvoretsky)
πορφῠρίζω: отливать багрянцем (θάλασσα πορφυρίζουσα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρίζω: ἔχω χρῶμα πλησιάζον τῷ πορφυρῷ, Διοσκ. 3. 44, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130, 3· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.
Greek Monolingual
(I)
ΝΜΑ πορφύρα
νεοελλ.
μέσ. πορφυρίζομαι
παίρνω πορφυρό χρώμα («και πορφυρίζονται πάντες οι ουράνιοι κάμποι», Κάλβ.)
μσν.-αρχ.
έχω χρώμα υποπόρφυρο, το χρώμα μου πλησιάζει το πορφυρό (α. «ἔχον ἐπ' ἄκρον κεφάλια ἄνθους πορφυρίζοντα», Διοσκ.)
β. «πορφυρίζον ἄνθος», Γεωπ.).
(II)
Α
(για θάλασσα) πορφύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρω, κατά το πορφυρίζω (Ι) (< πορφύρα)].