ἀντεικάζω
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
fut.
A -άσομαι Pl.Men.8cc: aor. -ῄκασα Ar.V.1311, subj. -εικάσω Pl. l.c.:—compare in return, τινάτινι Ar. l.c.: c. acc., Pl. l.c.:—hence ἀντεικ-ασία, ἡ, Sch. Ven.Il.8.560.
German (Pape)
[Seite 245] dagegen vergleichen, ἀντεικάσομαι Plat. Men. 80 c; ἀντῄκασ' αὐτόν τινι Ar. Vesp. 1311.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεικάζω: μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Μένων 80C: ἀόρ. -ῄκασα Ἀριστοφ. Σφ. 1311, ὑποτακτ. -εικάσω Πλάτ. αὐτόθι: - παρομοιάζω τι καὶ ἐγὼ πρὸς ἄλλο, λέγω ὅτι εἶναι ὅμοιον μὲ..., ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀντῄκασ’ αὐτὸν πάρνοπι Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ.: ἀπολ., Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - Ἐντεῦθεν -κασία, ἡ, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Θ. 560.