ὑγεία
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, gemeine Form statt ὑγιεία; Pol. 32, 14, 12; Sext. Emp. adv. eth. 48; von den Atticisten verworfen; vgl. Piers. Moeris p. 380; Pors. Eur. Or. 229 u. Jac. Ach. Tat. p. 812; Lob. paral. 28. – Nach Ath. III, 115 a auch ἡ διδομένη ἐν ταῖς θυσίαις μᾶζα, ἵνα ἀπογεύσωνται.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγείᾱ: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ὑγίεια, Πολύβ. 32. 14, 12, Παυσ., κλπ., συχν. ἐν μὴ Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς, Ἀσκληπιῷ καὶ Ὑγείᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2046, 2390, κ. ἀλλ.· - Ἰων. ὑγείη, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἥλιον 22. 44, Ἀνθ. Π. παράρτ. 153· - οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττικ. Piers. εἰς Μοῖριν σ. 380, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 229, Λοβεκ. Παραλ. 28.