χρυσίτης

From LSJ
Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίτης Medium diacritics: χρυσίτης Low diacritics: χρυσίτης Capitals: ΧΡΥΣΙΤΗΣ
Transliteration A: chrysítēs Transliteration B: chrysitēs Transliteration C: chrysitis Beta Code: xrusi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, mostly in fem. χρυσῖτις, ιδος,

   A like gold, containing gold, ηάμμος χρυσῖτις Hdt.3.102, Str.3.2.8; λίθος IG22.1424a.254; χ. σποδός a yellow powder used for the eyes, Hp.Mul. 1.103; χ. γῆ Gal.12.184; χρυσῖτις alone, a form of λιθάργυρος, Dsc. 5.87.    II ἡ χ. gold-dust or ore, Plu.2.526b.    2 touchstone, lapis Lydins, Poll.7.102.    3 = χρυσοκόμη, Dsc.4.55.

German (Pape)

[Seite 1380] ὁ, fem. χρυσῖτις, goldartig, goldhaltig, ψάμμος Her. 3, 102, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ θηλ., χρυσῖτης, ιδος, ὅμοιος χρυσῷ, περιέχων χρυσόν, ψάμμος χρυσῖτις Ἡρόδ. 3. 102, Στράβ. 146· χρ. σποδός, κιτρίνη τις κόνις χρησιμεύουσα εἰς θεραπείαν τῶν ὀφθαλμῶν, Foës. Oec. Hipp. II. ἡ χρ., χῶμα περιέχον χρυσόν, γῆ μεταλλικὴ περιέχουσα χρυσόν, Πλούτ. 2. 526Α. 2) ἡ δοκιμαστικὴ ἢ λυδία λίθος, lapis Ludius, Πολυδ. Ζ΄, 102. 3) χρυσοκόμη, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1· = ἀείζωον τὸ μέγα, Διοσκ. 88 (89) ἐκ τῶν Νόθων.