κολιός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, al. (vv.ll. κολεός, κελεός).
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κολιός: ὁ, εἶδος δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. (μετὰ διαφ. γραφῶν: κολεός, κελεός· Bekk. κελεός).