χαλκουργεῖον
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
τό,
A copper-mine, Plb.12.1.5 (pl.), Str.3.2.8, 6.1.5. II foundry, Dsc.5.75.
German (Pape)
[Seite 1332] τό, 1) Kupfermine, Kupferbergwerk; D. Sic. 1, 15; Pol. 12, 1,4. – 2) die Werkstatt des Kupferschmiedes.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκουργεῖον: τό, μεταλλεῖον χαλκοῦ, χαλκωρυχεῖον, οὔτε γὰρ πόλις ἐστὶν (τὰ Χαλκεῖα), ἀλλὰ χαλκουργεῖα Πολύβ. 12. 1, 4 «τῶν δὲ χαλκουργείων τινὰ καλεῖται χρυσεῖα˙ ἐξ ὧν τεκμαίρονται χρυσὸν ἐξ αὐτῶν ὀρύττεσθαι πρότερον» Στράβ. 146, Διόδ.