δυσμή
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, (δύω)
A = δύσις, setting, mostly in pl., ἀελίου δ. S.OC1245, cf. A.Fr.69, Hp.Epid.7.5, Pl.Phd.61e; ἐπὶ δυσμῇσιν ἐών at the point of setting, Hdt.3.104; περὶ ἡλίου δυσμάς Lys.1.39; ἥλιος ἦν ἤδη περὶ δυσμάς Hell.Oxy.15.5: metaph., τὸ γῆρας δυσμαὶ βίου Arist.Po.1457b25, cf. D.H.4.79, Ph.1.678, S.E.M.9.90, Diog.Oen.2, etc. II the quarter of sunset, west, ἀπὸ ἑσπέρης τε καὶ [ἡλίου] δυσμέων Hdt.2.31; πρὸς ἡλίου δυσμέων Id.7.115, cf. 2.33; πρὸς δυσμαῖς A.Pers.232; opp. ἀνατολαί, BGU1049.8 (iv A. D.):—also δυθμή, Call.Cer.10 (pl.), Fr.539 (sg.).
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, der Untergang, meist im plur., vom Untergang der Sonne u. der Gestirne, Aesch. Pers. 228 Soph. O. C. 1248; von Her. 2, 31 an überall in Prosa. Den sing. hat nur Callim. bei Schol. Il. 11, 62; vgl. δυθμή. Uebertr., βίσυ δυσμαί, das Lebensende, Empedocl. bei Arist. poet. 21; Plat. Legg. VI, 770 a; u. sonst, aus Dichtern angeführt.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμή: ἡ, (δύω) = δύσις, δύσις· συνήθ. κατὰ πληθ., ἀντίθετον ἀνατολαί· ἀελίου δ. Σοφ. Ο. Κ. 1245, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66· ἐπὶ δυσμῇσιν ἐών, μέλλων νὰ δύσῃ, Ἡρόδ. 3. 104· περὶ ἡλίου δυσμὰς Λυσ. 95. 22· μεταφ., τὸ γῆρας δυσμαὶ βίου Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Ποιητ. 21, 13. ΙΙ. τὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντος, καθ’ ὃ δύεται ὁ ἥλιος, ἀπὸ ἑσπέρης τε καὶ ἡλίου δυσμέων Ἡρόδ. 2. 31· πρὸς ἡλίου δυσμέων ὁ αὐτ. 7. 115, πρβλ. 2. 33· πρὸς δυσμαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 237. ― Δωρ. δυθμή, Καλλ. εἰς Δήμ. 10. Ἀποσπ. 465 (ἐν τῷ ἑνικ.).