ἀνέγερσις
From LSJ
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
English (LSJ)
εως, ἡ,
A raising up, Plu.2.156b. 2 waking up, ib.378f.
German (Pape)
[Seite 219] ἡ, das Aufwecken, Aufrichten, ἀγνύθων Plut. Sept. sap. conv. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγερσις: -εως, ἡ, τὸ ἀνεγείρειν. Πλούτ. 2. 156Β. 2) τὸ ἀνεγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, «ἡ τοῦ Διὸς ἀνέγερσις δηλοῖ παλιντροπίαν» Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ο. 5, ἔνθα ὁ Ὅμηρος λέγει: ἔγρετο δὲ Ζεὺς… παρὰ χρυσοθρόνου Ἥρης.