παιδονομία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A education of children, Arist. Pol.1335b4. II the office of παιδονόμος, ib. 1322b39.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, das Amt des παιδονόμος, Arist. pol. 6, 8. 7, 16.
Greek (Liddell-Scott)
παιδονομία: ἡ, ἡ ἀνατροφὴ ἢ παίδευσις τῶν παίδων, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 12. ΙΙ. τὸ ἔργον ἢ ἀξίωμα τοῦ παιδονόμου, αὐτόθι 6. 8, 23.