λίπτομαι
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
pf. λέλιμμαι,
A to be eager, οὔτε μεῖον οὔτ' ἴσον λελιμμένοι A. Th.355 (lyr.): c. gen., to be eager for, long for, μάχης λελιμμένος ib. 380:—later in Act. λίπτω, A.R.4.813, Lyc.131, Nic.Th.126. (Cf. λίψ· ἐπιθυμία, Hsch., ἔλιπεν, = ἐπιθυμητικῶς ἤσθιεν, Id., λιψουρία, and perh. Lith. li[etilde]pti 'command'.)
Greek (Liddell-Scott)
λίπτομαι: ἀποθ., μετὰ παθ. πρκμ. λέλιμμαι· ― ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, οὔτε μεῖον οὔτ’ ἴσον λελιμμένοι Αἰσχύλ. Θήβ. 355· ― μετὰ γεν., εἶμαι πρόθυμος πρός τι, ποθῶ τι, μάχης λελιμμένος αὐτόθι 380. ― Παρὰ μεταγεν. ποιητ. εὑρίσκομεν καὶ τὸ ἐνεργ. λίπτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 813, Νικ. Θ. 126, Λυκόφρ. 131. (Ἐκ τῆς √ΛΙΦ, πρβλ. λὶψ (ἡ), Σανσκρ. lubh, lubhyâmi (cupio), lôbh-as (cupiditas)· Λατ. lib-et, lub-et, lib-ido· Γοτθ. liubs (ἀγαπητός)· Ἀρχ. Γερμ. liub-an (lieben, Ἀγγλ. lief)· Σλαυ. lyuby (ἀγάπη), lyubyti (φιλεῖν), κτλ.)