ὑπερνικάω
From LSJ
English (LSJ)
A prevail completely over, Hp.Hebd.50, Gal.19.645; to be more than conqueror, Ep.Rom.8.37: c. acc., τὰς Χάριτας, μίμημα, Lib.Descr.30.9,4.
German (Pape)
[Seite 1199] weit übertreffen, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερνῑκάω: εἶμαι πλέον ἢ νικητής, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 37, Βυζαντ.