δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
χλαμύς, Hsch. λῴων, neut. λῷοι, Att. contr. for λωΐων, λώϊον.
[Seite 77] = λώπη, Hesych.
λώψ: λωπός, ἡ, = λώπη, περίβλημα, χλαμύς, Ἡσύχ.