συντεκταίνομαι

From LSJ
Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεκταίνομαι Medium diacritics: συντεκταίνομαι Low diacritics: συντεκταίνομαι Capitals: ΣΥΝΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: syntektaínomai Transliteration B: syntektainomai Transliteration C: syntektainomai Beta Code: suntektai/nomai

English (LSJ)

   A help in constructing or making, τὸ πᾶν Pl.Ti.30b, cf. 45b.    2 metaph., help in devising, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Il.10.19; σ. δόλον A.R.1.1295.

Greek (Liddell-Scott)

συντεκταίνομαι: ἀποθετ., τεκταίνομαι, κατασκευάζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, ὁμοῦ μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.