συντεκταίνομαι
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A help in constructing or making, τὸ πᾶν Pl.Ti.30b, cf. 45b. 2 metaph., help in devising, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Il.10.19; σ. δόλον A.R.1.1295.
Greek (Liddell-Scott)
συντεκταίνομαι: ἀποθετ., τεκταίνομαι, κατασκευάζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, ὁμοῦ μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.