κλισμός

From LSJ
Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλισμός Medium diacritics: κλισμός Low diacritics: κλισμός Capitals: ΚΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: klismós Transliteration B: klismos Transliteration C: klismos Beta Code: klismo/s

English (LSJ)

ὁ (fem. only in Theoc.15.85), (κλίνω)

   A couch, κλισμούς τε θρόνους τε Od.1.145; χρύσεοι κ. Il.8.436; κ. βασιλήϊος Thgn.1191, cf. Hp.Mul.2.149, E.Or.1440 (lyr.); κ. δίφροιο Arat.251.    II inclination, slope, Arist.Col.792a22.

German (Pape)

[Seite 1455] ὁ (κλίνω), Lehnstuhl, Ruhebett, neben θρόνος, Od. 1, 145 u. öfter; von diesem vielleicht ursprünglich unterschieden, vgl. θρόνος u. Ath. V, 192 f; mit einer Fußbank versehen, Od. 4, 136; βασιλήϊος Theogn. 1191; Eur. Or. 1440; sp. D., wie Arat. 251. – Die Schreibart κλεισμός, Hesych., ist falsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλισμός: ὁ, (κλίνω) ὡς τὸ κλισία ΙΙ, κλιντήρ, ἀνάκλιντρον, συχν. παρ’ Ὁμ., κλισμούς τε θρόνους τε Ὀδ. Α 145· κοσμεῖται διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 436· διὰ τάπητος, Ἰλ. Ι. 200· ἔχων ὑποπόδιον (θρῆνυς), Ὀδ. Δ. 136· κλ. βασιλήϊος Θέογν. 1191, πρβλ. Ἱππ. 657. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1440· κλ. δίφροιο Ἄρατ. 251. ΙΙ. κλίσις, κατωφέρεια, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4.