ῥίγιον
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
Comp. neut. Adj. formed from ῥιγέω,
A more horrible or miserable, τό οἱ καὶ ῥ. ἔσται Il.1.325, cf. 563, 11.405; τὸ δὲ ῥ . . . ἄλγεα πάσχειν Od.20.220; [γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Hes.Op.703; cf. Semon.6. II colder, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Od. 17.191.—The masc. ῥιγίων is not found.
German (Pape)
[Seite 842] neutr. comp. ohne posit., von ῥῖγος, frostiger, kälter, Cd. 17, 191; übh. schauderhafter, schrecklicher, schlimmer für Einen, τινί, oft bei Hom., wie τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται, Il. 1, 325; Hes. O. 701; sp. D. Das masc. u. fem. scheint nicht vorzukommen; den superl. ῥίγιστος s. unten.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίγιον: συγκρ. οὐδέτ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος, ψυχρότερον, παγερώτερον, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Ὀδ. Ρ. 191. ΙΙ. μεταφ. φοβερώτερον, οἰκτρότερον, τὸ οἱ καὶ ῥ. ἔσται Ἰλ. Α. 325, πρβλ. 563, Λ. 405˙ τὸ δὲ ῥ. ἔσται ... ἄλγεα πάσχειν Ὀδ. Υ. 220˙ κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 701˙ πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7. - Τὸ ἀρσεν. ῥιγίων φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.