σκωραμίς
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A night-stool, Ar.Ec.371.
German (Pape)
[Seite 910] ίδος, ἡ, Nachtstuhl, Ar. Eccl. 371, κωμῳδική.
Greek (Liddell-Scott)
σκωρᾰμίς: -ίδος, ἡ, οὐροδοχεῖον τῆς νυκτός, «κατουροκάνατον», «καθῆκι», «ἀμὶς μὲν ἐν ᾧ οὐροῦσι, σκωραμὶς δὲ ἐν ᾧ ἀποπατοῦσι» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 371.