ὑπόγραμμα
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
ατος, τό,
A inscription on the base of a στήλη, Lycurg. 118. II pigment used for painting under the eyelids, Ar.Fr. 320.5, cf. Phryn.PSp.118 B., EM782.8: v. ὑπογραφή 111.
German (Pape)
[Seite 1213] τό, 1) das Unterschriebene, die Unterschrift, Sp. – Auch die Inschrift, Aufschrift, das dem Uebrigen Voranstehende, Lycurg. 118, wo darauf folgt τοὺς ὕστερον προσαναγραφέντας. – 2) das Schminken der Augenbrauen, auch die dazu gebrauchte Schminke, Phryn. in B. A. 68. S. ὑπογράφω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόγραμμα: τό, ἐπιγραφή ἀναγεγραμμένη ἐν στήλῃ, Λυκοῦργ. 164. 33. ΙΙ. Μέλαινά τις σκευασία, δι’ ἧς ἔχριον τὰ ὑπὸ τὰ βλέφαρα μέρη αἱ γυναῖκες, πρβλ. στίβι καὶ στίμμι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 695, πρβλ. Α. Β. 68, ὑπογραφὴ ΙΙΙ.