θερινός

From LSJ
Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερῐνός Medium diacritics: θερινός Low diacritics: θερινός Capitals: ΘΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: therinós Transliteration B: therinos Transliteration C: therinos Beta Code: qerino/s

English (LSJ)

ή, όν,= θέρειος, Pi.P.3.50: the usu. form in Prose,

   A ἀνατολή Hp.Aër.4, cf. Aph.2.25, Plb.3.37.4; θ. δύσεις, ἀνατολαί, Cleom. 1.9; θ. ζῴδια ib.6; μεσημβρία X.Cyn.6.26; ἥλιος Pl.Lg.915d; θ. τροπαί or τροπή, the summer solstice, ib.767c, Arist.Mete.364b2; τροπέων τῶν θερινέων Hdt.2.19; θ. κύκλος, Tropic of Cancer, Ph.1.27; θ. τροπικός (sc. κύκλος) Euc.Phaen.p.34 M., Cleom.1.7, Gem.5.39, al.; θερινὸν ὑπηχεῖν to echo summer-like, Pl.Phdr.230c; θερινά the summer-haunts of the sun, Id.Lg.683c; ὄμβροι θ. Arist.HA601b24; θ. ἄνεσις καὶ ἀπόλαυσις D.S.4.84; θ. ὥρα Oenopid.ib.1.41; for summer use, ἱμάτιον PCair.Zen.148 (iii B.C.); νομαί, opp. χειμεριναί, PLond.3.842.12 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1201] = θέρειος; πῦρ Pind. P. 3, 50; ῥόδον Anacr. 53, 2; der gewöhnliche Ausdruck der Prosa, ὥρα Plat. Epin. 987 a, ἐν ᾡ τρέπεται θερινὸς ἥλιος εἰς τὰ χειμερινά Legg. XI, 915 d, θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ Phaedr. 230 c, μεσημβρία Xen. Cyn. 6, 26; Folgde; ἀνατολή, δυσμή, wo die Sonne im Sommer auf- und untergeht, Arist. Meteorl. 2, 6; Pol. 3, 37, 4.

Greek (Liddell-Scott)

θερινός: -ή, -όν, «καλοκαιρινός», ὁ συνήθης πεζὸς τύπος, θερ. ἀνατολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, πρβλ. Ἀφορ. 1245· μεσημβρία Ξεν. Κυν. 6. 26· ἥλιος Πλάτ. Νόμ. 915D· θεριναὶ τροπαὶ αὐτόθι 767C· θερινὸν ὑπηχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 230C· τὰ θερινά, = τὸ θέρος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 683C· ὄμβροι θερινοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 4, κτλ.