ὕφασμα
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A woven robe, web, Od.3.274, A.Ag.1492 (lyr.), Ch.27 (lyr.), 231,1015, E.Hel.1243, Ion 1417, Pl.Plt.310e, Archestr. Fr.15.6, POxy.1428.10 (iv A. D.), etc.; ἀραχνίων ὑ. Aret.CA2.6 (pl.), cf. ὕφαμμα.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφασμα: [ῠ], τό, ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ὑφανθέν, κτλ., ὑφάσματά τε χρυσόν τε Ὀδ. Γ. 274· κεῖσαι δ’ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492· λινοφθόροι ὑφασμάτων λακίδες ὁ αὐτ. ἐν Χο. 17. 231, 1015, Εὐρ. Πλάτ., κλπ.