στερεοκάρδιος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 936] hartherzig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄ , 4, διάφορ. γραφ.).
Full diacritics: στερεοκάρδιος | Medium diacritics: στερεοκάρδιος | Low diacritics: στερεοκάρδιος | Capitals: ΣΤΕΡΕΟΚΑΡΔΙΟΣ |
Transliteration A: stereokárdios | Transliteration B: stereokardios | Transliteration C: stereokardios | Beta Code: stereoka/rdios |
ον,
A hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).
[Seite 936] hartherzig, Sp.
στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄ , 4, διάφορ. γραφ.).