παραζάω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A v. παραζῶ.
German (Pape)
[Seite 478] (s. ζάω), daneben leben, ψυχὴν τῷ σώματι παραζῶσαν, Plut. Symp. 5 prooem.; vgl. παρέζων, οὐκ ἔζων τότε, ich vegetirte dabei ohne eigentliches thätiges Leben, Anaxandrid. bei Ath. XIV, 692 b; dah. falsch leben, seinen wahren Lebenszweck verfehlen, Plut. educ. lib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
παραζάω: ζῶ πλησίον τινὸς ἢ ὡς παράρτημά τινος, ψυχὴ τῷ σώματι παραζῶσα Πλούτ. 2. 672D. ΙΙ. ζῶ ἁπλῶς χωρὶς νὰ πράττω τι, οὕτω παρέζων, κοὐκ ἔζων, ἤμην ζῶν ἀλλὰ δὲν ἔζων, Ἀναξανδρίδης ἐν «Ἀγροίκοις» 3. 4· καὶ οὕτω, ζῶ κακῶς, ματαίως, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 13B.