ἵπταμαι
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
-πέτομαι, Mosch.3.43, Babr.65.4, Jul.Or.2.72a, etc.; censured by Luc.Sol.7,Lex.25.
German (Pape)
[Seite 1262] = πέτομαι, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἵπταμαι: ἀποθ., ἕτερος τύπος τοῦ πέτομαι, ἀπαντῶν παρὰ Μόσχῳ 3. 43, Βαβρ. 65. 4, Λουκ., καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 325. Ἴδε πέτομαι.