δοριλύμαντος
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A destroyed by the spear, A.Fr.131.2 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
δορῐλύμαντος: [ῡ], -ον, διὰ τοῦ δόρατος καταστραφείς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128.