ὀμφάλιος
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
α, ον,
A having a boss, bossy, ὀ. σάκεος τρύφος AP6.84 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 343] ον, den Nabel betreffend, nabelrund, όμ φάλιον σάκεος τρύφος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφάλιος: «εἶδος σύκου, ἰσχάδος» Φώτ.
α, ον, ὁ ἔχων ὀμφαλόν, κόσμημά τι στρογγύλον, ὀμφ. σάκεος τρύφος Ἀνθ. Π. 6. 84.