κουρότερος

From LSJ
Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρότερος Medium diacritics: κουρότερος Low diacritics: κουρότερος Capitals: ΚΟΥΡΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kouróteros Transliteration B: kouroteros Transliteration C: kouroteros Beta Code: kouro/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. form of κοῦρος (A) (cf. βασιλεύς, -λεύτερος),

   A young, opp. elder, Il.4.316, Od.21.310, Hes.Op.[447]: as fem., A.R.1.684.

Greek (Liddell-Scott)

κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ κοῦρος (πρβλ. βασιλεύς, -λεύτερος), νεώτερος, νεανικώτερος, ἄνδρες Ἰλ. Δ. 316, Ὀδ. Φ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 445˙ ὡς θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 684˙ ― ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων κεῖται σχεδὸν ὡς θετικόν, πρβλ. ἀγρότερος.