συνυποκρίνομαι
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
[ῑ],
A accommodate oneself by pretending, Plb.3.31.7; συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτούς Id.3.52.6: σ. τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ helping M. to maintain his pretence, Plu.Mar.14; συνυπεκρίνετο τοῖς προθύμως . . διακειμένοις pretended to agree with the eager spirits, Plb.3.92.5, cf. Ep.Gal.2.13, Plu.Mar.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποκρίνομαι: ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ προσποίημα, βοηθῶ τινα ὅπως προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.