ἀνεξικακέω
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
A to be long-suffering, Charito 8.4.
German (Pape)
[Seite 223] Uebel, bes. Böses von Anderen mit Langmuth ertragen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξῐκᾰκέω: εἶμαι ἀνεξίκακος, μακρόθυμος, ὅταν ἀνεξικακῇ Ἰω. Χρυσ., -τινί, ἐπί τινι, τοῖς πταίουσιν ἀνεξικάκει Κύριλλ. Ἀλεξ. εἰς Ὠσηὲ Ζ΄, σ. 105. - ἀνεξικακοῦντος ἐπὶ τοῖς ἡμῶν πταίσμασι τοῦ Θεοῦ ὁ αὐτ. εἰς Ἰες. κ. Θ΄, σ. 163.