εὐήμερος
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
Dor. εὐάμ- [ᾱ], ον, (ἡμέρα)
A of a fine or prosperous day, εὐ. φάος a happy day, S.Aj.708 (lyr.). 2 bright, happy, εὐάμεροι μολπαί E.Fr.773.47 (lyr., nisi leg. -αμερίαι) ; χρόνῳ δ' ἐξέλαμψεν εὐ. Id.Hyps.Fr.41(64).62 (lyr.); πρόσωπον Ar.Av. 1322 (lyr.); μοῖρα Pl.Ti.71d (perh. with play on ἥμερος) ; τὸ εὐ. a prosperous life, Ph.1.515.
German (Pape)
[Seite 1067] 1) (ἥμερος) zahm, milde, Plat. Tim. 71 d. – 21 (ὴμέρα) von einem guten, heitern Tage, übertr. πρόσωπον, ein heiteres Angesicht, Ar. Av. 1322; φάος, Soph. Ai. 695, des glücklichen Tages Licht. – Ueberh. τὸ εὐήμερον, das Glück, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήμερος: Δωρ. εὐάμερος ᾱ, ον, (ἡμέρα) ἀνήκων εἰς ὡραίαν, εὐτυχῆ ἡμέραν, εὐήμερον φάος, εὐτυχὴς ἡμέρα, Σοφοκλ. Αἴ. 709. 2) ἀπολαύων εὐτυχοῦς ἡμέρας, εὔθυμος, φαιδρός, εὐάμεροι μολπαὶ Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 41 (Λυρ.)· πρόσωπον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1322· μοῖρα Πλάτ. Τίμ. 71D· τὸ εὐήμερον, εὐτυχία, Φίλων 1. 515.