ἀποσχάζω
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
stronger form of σχάζω, ἀ. φλέβα
A open a vein, Crates Com.41, Arist.HA514b2:—Pass., to be lanced, of a γαργαρεών, Hp. Prog.23. 2 scarify, Antyll. ap. Orib.7.18.2. II let go, σχαστηρίαν HeroBel.79.3:—Med., let go a stage machine, Id.Aut.20.4.
German (Pape)
[Seite 329] die Ader öffnen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσχάζω: ἐντονώτερον τοῦ σχάζω, χαράσσω, ἀνοίγω, ἀπ. φλέβα, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 3: ― Παθ., Ἱππ. Προγν. 45· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποσχάσαι· διαρρῆξαι, διαλῦσαι, φλεβοτομῆσαι»: πρβλ. ἀποσχάω. ΙΙ. χαλαρώνω, ἀποσχάζουσι τὴν σχαστηρίαν Ἥρων Βελοπ. 130.