εὔτρητος
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
Ep. ἐΰτρ-, ον, (τετραίνω)
A well-pierced, λοβοί Il.14.182; χόανα Hes.Th.863; δόνακες APl.1.8 (Alc.); with many orifices, φλέβια Thphr.Sens.56; porous, σπόγγος Q.S.9.429; πέδον AP6.21.5.
German (Pape)
[Seite 1103] ep. ἐΰτρητος, wohl, künstlich durchbohrt λοβοί Il. 14, 182; δόνακες Alcaeus 10 (Plan. S); – mit großer Oeffnung, χόανος Hes. Th. 863; Theophr.; – viel durchlöchert, σπόγγος Qu. Sm. 9, 429; κάλαμος, von der Flöte, Iulian. Caes. 2 (IX, 365).
Greek (Liddell-Scott)
εὔτρητος: Ἐπικ. εΰτρητος, ον, (τιτράω) καλῶς τετρημένος, τετρυπημένος, λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182˙ δόνακες Ἀνθ. Πλαν. 4. 8˙ πρβλ. χόανος˙ ἔχων πολλὰ ἀνοίγματα, φλεβία Θεοφράστ. περὶ Αἰσθ. 56˙ πορώδης, σπόγγος Κόϊντ. Σμ. 9. 429˙ πέδον Ἀνθ. Π. 6. 21.