τῆτος
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
εος, τό,
A = τήτη, only in Hsch. and Phot. (τήτει· σπάνει), unless we read in E.Fr.492, τήτει σοφῶν, for τι εἴ τι: cf. χῆτος.
German (Pape)
[Seite 1109] τό, = τήτη, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τῆτος: -εος, τό, = τήτη, μόνον παρ’ Ἡσύχ. καὶ Φωτ. (τήτει· σπάνει), ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσκωμεν ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 495, τήτει σοφῶν, ἀντὶ (οἵτινες) τι εἴ τι σοφῶν, πρβλ. χῆτος.